- κρούζω
- 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι»)2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον4. μέσ. κρούζομαιείμαι τρελός, ανισόρροπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά το σχήμα λούω: ἔλουσα: λούζω].
Dictionary of Greek. 2013.