κρούζω

κρούζω
1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι»)
2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ
3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον
4. μέσ. κρούζομαι
είμαι τρελός, ανισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά το σχήμα λούω: ἔλουσα: λούζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”